- συλλεαίνω
- και ιων. τ. συλλειαίνω Α1. λειαίνω κάτι τρίβοντάς το με κάτι άλλο2. (απλώς) αλέθω, κοπανίζω κάτι3. μτφ. (για σάλο) κοπάζω, καθησυχάζω4. παθ. συλλεαίνομαιμτφ. αφομοιώνομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + λεαίνω / λειαίνω].
Dictionary of Greek. 2013.